της Ζέτας Κλίτσα
Πήγα και πάλι αυτό το πρωινό να σε βρω στην πλατεία ΠΕΑΝ, έκατσα σε ένα παγκάκι και σε χάζευα μέσα από το παράθυρο του ισόγειου σπιτιού. Κάπνιζες και έριχνες πασιέντζες ως συνήθως και μουρμουρούσες ένα σκοπό. Άρχισα και εγώ να σε συνοδεύω .«Περιπλανιέμαι δεν σε βρίσκω, περιπλανιέμαι θα σε βρω» Καπνίζοντας και παίζοντας, με το δαχτυλίδι μου στο χέρι το δεξί.
Το μεσημέρι ξαναήρθα για μια ματιά κλεφτή, τώρα κάθεσαι στο τραπέζι και διπλώνεις κάποια πανάκια ξανά και ξανά. Συγνώμη που δεν μπορώ να βοηθήσω, δεν μπορούσα να είμαι εδώ. Ο αντίχειρας ψάχνει στο παράμεσο το δαχτυλίδι.
Το απόγευμα στο γυρισμό κοντοστέκομαι στο παράθυρο σου ακόμα μια φορά, η εικόνα σου μπροστά μου μα το κάδρο σε μια άλλη πόλη μακριά .Κρατάς ένα μωρό και το νανουρίζεις όταν πλησιάζω πιο κοντά να σε δω, βλέπω μια κούκλα να κρατάς. Από γιαγιά έγινες κορίτσι ξανά.
Απολυμαίνω και νίπτω τα χεριά μου ,σαν σε καραντίνα καληνύχτα.